- Παριζιάνος
- ο, θηλ. Παριζιάνα1. αυτός που γεννήθηκε ή κατοικεί στο Παρίσι2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από το Παρίσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parisien < Paris].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Παριζιάνος, -α — ο κάτοικος του Παρισιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παριζιάνικος — η, ο [Παριζιάνος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από το Παρίσι («παριζιάνικη μόδα») επίρρ... παριζιάνικα με παριζιάνικο τρόπο … Dictionary of Greek
παρισινός — ή, ό ο προερχόμενος από το Παρίσι, ο Παριζιάνος, αυτός που έχει σχέση με το Παρίσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)